- πετρίς
- πετρίς, ίδος, ἡ,A = πετραῖον, SIG1171.16 ([place name] Lebena).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πετρίς — ίδος, ἡ, Α το φυτό ασπάραγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
πετρίν — πετρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
πετρώνιον — τὸ, Α το φυτό βήχιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τη λ. πέτρα, όπως και άλλες ονομ. φυτών (πρβλ. πετραία, πετραίον, πετρίς) λόγω τού ότι τα φυτά αυτά φυτρώνουν σε μέρη βραχώδη] … Dictionary of Greek